- επιτρίβω
- ἐπιτρίβω (Α) [τρίβω]1. τρίβω κάτι πάνω στην επιφάνεια ή τρίβω την επιφάνεια, συνθλίβω, συμπιέζω, συντρίβω («ἐμοῡ ἐπιτριβομένου τὸν ὦμον», Αριστοφ.)2. στενοχωρώ, βλάπτω, καταστρέφω, λυπώ, εξαντλώ («τὸν γάμον, ὅς μ’ ἐπέτριψεν», Αριστοφ.)3. σκοτώνω («ὃv ἐν Κολλυτῷ ποτ’ Οίνόμαον κακῶς ἐπέτριψας», Δημοσθ.)4. καταστρέφω, εξολοθρεύω, εξοντώνω, αφανίζω5. (με δοτ.) σπαταλώ, ξοδεύω τον καιρό μου6. (για γυναίκα) ψιμυθιώνομαι, φκιασιδώνομαι7. φλογίζω, ερεθίζω με τρίψιμο8. παροτρύνω, ερεθίζω («τούτους... κατ’ ἰδίαν λαβόντας ἐπιτρίψαι τὸν ἄνθρωπον», Πολ.)9. παθ. ἐπιτρίβομαιβασανίζομαι.
Dictionary of Greek. 2013.